- τιτάνου
- τίτανοςa white earthfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τιτάνου — Τίτανος a white earth fem gen sg Τιτάνης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέμω — κοταγέμω (Α) γεμίζω πολύ από κάτι, είμαι κατάφορτος («τιτάνου καταγέμουσα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γέμω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek
πηνειός — Oνομασία 2 ελληνικών ποταμών. 1. Ποταμός της Θεσσαλίας, ο δεύτερος της χώρας σε μήκος (205 χλμ., λεκάνη απορροής 10.704 τ. χλμ.) μετά τον Αλιάκμονα. Σχηματίζεται από διάφορους βραχίονες στα σύνορα με την Ήπειρο και τη Μακεδονία, σημαντικότεροι… … Dictionary of Greek
τίτανος — η, ΝΑ, και τίτανις, άνεως, και κατά τον Ησύχ. τέτανος, Α (λόγιος τ.) ασβέστης («λαβὼν τίτανον θερμὴν φύρασον ὄξει», πάπ.) αρχ. 1. γύψος («τιτάνῳ λευκῷ τ ἐλέφαντι», Ησίοδ.) 2. μαρμαρόσκονη («τιτάνου καταγέμουσα οἷος ἧν ὁ θεῑος, οπότε ξέοι τοὺς… … Dictionary of Greek
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek